μύωπα — μύωψ closing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NEBRIS — hinnuli pellis, Baccho saura, quâ ipseamiciebatur. Unde Νεβρώδης dictus, Claudian. de 4. Cons. Honorii. v. 605. Talis Erythraeis intextus nebrida gemmis Liber agit currus, et Caspiae flectit eburnis Colla iugis. Eôdem habitu Baccae ornabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
μυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύωπα ή στη μυωπία ή αυτός που πάσχει από μυωπία («μυωπικά γυαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myopic < αγγλ. myope < υστερολατ. myops < μύωψ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Α.… … Dictionary of Greek
μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο … Dictionary of Greek
πρεσβύτης — (I) ο, θηλ. πρεσβύτις, ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ γέρος, γριά αρχ. 1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά 2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι… … Dictionary of Greek
πρεσβύωπας — και πρεσβύωψ, ο, η, Ν αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. presbyope (< πρέσβυς + ωψ βλ. λ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
μυωπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μύωπα ή τη μυωπία: Από μικρό παιδί φοράει μυωπικά γυαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)